ὁσονοῦν

ὁσονοῦν
ὁσονοῦν, [dialect] Ion. [full] ὁσονῶν,
A v. ὅσος 111.3, iv. 6; cf. ὁσοῦν.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οσονούν — ὁσονοῡν και ιων. τ. ὁσονῶν (Α) επίρρ. βλ. όσος …   Dictionary of Greek

  • ὁσονοῦν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”